- αἰθρήεις
- αἰθρή-εις, εσσα, εν,A = αἴθριος, Pherenic. ap. Sch.Pi.O. 3.28, Opp.C.4.73.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιθρήεις — αἰθρήεις, εσσα, εν (Μ) [αἴθρη] αίθριος* … Dictionary of Greek
αἰθρήεντα — αἰθρήεις neut nom/voc/acc pl αἰθρήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρήεντος — αἰθρήεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθρη — αἴθρη και α, η (Α) καθαρός, ανέφελος ουρανός, λαμπρός καιρός, αιθρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ*. ΠΑΡ. μσν. αἰθρήεις. ΣΥΝΘ. αρχ. αἰθρη γενέτης, αἰθρη γενής] … Dictionary of Greek